Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
View word page
ἱερίζω
consecrate, purify

ShortDef

consecrate, purify

Debugging

Headword:
ἱερίζω
Headword (normalized):
ἱερίζω
Headword (normalized/stripped):
ιεριζω
IDX:
42292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42293
Key:

Data

{'content': 'consecrate, purify'}