Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
View word page
ἱερευτικός
belonging to a ἱερόν

ShortDef

belonging to a ἱερόν

Debugging

Headword:
ἱερευτικός
Headword (normalized):
ἱερευτικός
Headword (normalized/stripped):
ιερευτικος
IDX:
42290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42291
Key:

Data

{'content': 'belonging to a ἱερόν'}