Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
View word page
ἱέρευσις
slaying, sacrificing

ShortDef

slaying, sacrificing

Debugging

Headword:
ἱέρευσις
Headword (normalized):
ἱέρευσις
Headword (normalized/stripped):
ιερευσις
IDX:
42289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42290
Key:

Data

{'content': 'slaying, sacrificing'}