Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
ἀλώπηξ
View word page
Ἀλωπεκή
Alopeke, Attic deme
ShortDef
Alopeke, Attic deme
Debugging
Headword:
Ἀλωπεκή
Headword (normalized):
ἀλωπεκή
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκη
IDX:
4228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4229
Key:
Data
{'content': 'Alopeke, Attic deme'}