Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερογλυφέω
View word page
ἱερεύς
a priest, sacrificer

ShortDef

a priest, sacrificer

Debugging

Headword:
ἱερεύς
Headword (normalized):
ἱερεύς
Headword (normalized/stripped):
ιερευς
IDX:
42287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42288
Key:

Data

{'content': 'a priest, sacrificer'}