Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
View word page
ἱέρεια
a priestess

ShortDef

a priestess

Debugging

Headword:
ἱέρεια
Headword (normalized):
ἱέρεια
Headword (normalized/stripped):
ιερεια
IDX:
42284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42285
Key:

Data

{'content': 'a priestess'}