Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱεράομαι
ἱεραπολέω
Ἱεράπολις
ἱεραπόλος
ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
View word page
ἱερατικός
priestly, sacerdotal

ShortDef

priestly, sacerdotal

Debugging

Headword:
ἱερατικός
Headword (normalized):
ἱερατικός
Headword (normalized/stripped):
ιερατικος
IDX:
42280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42281
Key:

Data

{'content': 'priestly, sacerdotal'}