Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
ἀλωπεκώδης
View word page
ἀλωπέκειος
of a fox
ShortDef
of a fox
Debugging
Headword:
ἀλωπέκειος
Headword (normalized):
ἀλωπέκειος
Headword (normalized/stripped):
αλωπεκειος
IDX:
4227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4228
Key:
Data
{'content': 'of a fox'}