Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱέραξ
ἱεραοιδός
ἱεράομαι
ἱεραπολέω
Ἱεράπολις
ἱεραπόλος
ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια
ἱερεία
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
View word page
ἱερατευματικός
priestly
ShortDef
priestly
Debugging
Headword:
ἱερατευματικός
Headword (normalized):
ἱερατευματικός
Headword (normalized/stripped):
ιερατευματικος
IDX:
42278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42279
Key:
Data
{'content': 'priestly'}