Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερακοτάφος
ἱερακοτρόφος
ἱερακώδης
ἱερανθεσία
ἱερανομέω
ἱέραξ
ἱεραοιδός
ἱεράομαι
ἱεραπολέω
Ἱεράπολις
ἱεραπόλος
ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
View word page
ἱεραπόλος
chief priest

ShortDef

chief priest

Debugging

Headword:
ἱεραπόλος
Headword (normalized):
ἱεραπόλος
Headword (normalized/stripped):
ιεραπολος
IDX:
42273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42274
Key:

Data

{'content': 'chief priest'}