Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱερακοκτόνος
ἱερακόμορφος
ἱερακοπρόσωπος
ἱερακοτάφος
ἱερακοτρόφος
ἱερακώδης
ἱερανθεσία
ἱερανομέω
ἱέραξ
ἱεραοιδός
ἱεράομαι
ἱεραπολέω
Ἱεράπολις
ἱεραπόλος
ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
View word page
ἱεράομαι
to be a priest
ShortDef
to be a priest
Debugging
Headword:
ἱεράομαι
Headword (normalized):
ἱεράομαι
Headword (normalized/stripped):
ιεραομαι
IDX:
42270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42271
Key:
Data
{'content': 'to be a priest'}