Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
ἀλωπέκουρος
View word page
ἁλωόφυτος
grown in a vineyard

ShortDef

grown in a vineyard

Debugging

Headword:
ἁλωόφυτος
Headword (normalized):
ἁλωόφυτος
Headword (normalized/stripped):
αλωοφυτος
IDX:
4226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4227
Key:

Data

{'content': 'grown in a vineyard'}