Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱερακιστί
ἱερακίτης
ἱερακοβοσκός
ἱερακοκτόνος
ἱερακόμορφος
ἱερακοπρόσωπος
ἱερακοτάφος
ἱερακοτρόφος
ἱερακώδης
ἱερανθεσία
ἱερανομέω
ἱέραξ
ἱεραοιδός
ἱεράομαι
ἱεραπολέω
Ἱεράπολις
ἱεραπόλος
ἱεράρχης
ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
View word page
ἱερανομέω
hold office as commissioner of sacred rites

ShortDef

hold office as commissioner of sacred rites

Debugging

Headword:
ἱερανομέω
Headword (normalized):
ἱερανομέω
Headword (normalized/stripped):
ιερανομεω
IDX:
42267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42268
Key:

Data

{'content': 'hold office as commissioner of sacred rites'}