Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
ἀλωπεκοειδής
View word page
ἁλωνοφύλαξ
guard of a threshing-floor

ShortDef

guard of a threshing-floor

Debugging

Headword:
ἁλωνοφύλαξ
Headword (normalized):
ἁλωνοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αλωνοφυλαξ
IDX:
4225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4226
Key:

Data

{'content': 'guard of a threshing-floor'}