Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
ἀλωπεκίς
View word page
ἁλωνοφυλακία
office of guard of a threshing-floor

ShortDef

office of guard of a threshing-floor

Debugging

Headword:
ἁλωνοφυλακία
Headword (normalized):
ἁλωνοφυλακία
Headword (normalized/stripped):
αλωνοφυλακια
IDX:
4224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4225
Key:

Data

{'content': 'office of guard of a threshing-floor'}