Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱδρωτήριον
ἱδρωτικός
ἱδρωτοειδῶς
ἱδρωτοποιέω
ἱδρωτοποιός
ἰδυῖα
ιεʹ
Ἰέβωσθος
Ἰεζεκίηλος
Ἱεμψάλας
ἱερά
ἱεράγγελος
ἱεραγέω
ἱεραγωγός
ἱεράζω
ἱερακεῖον
ἱεράκειος
ἱερακιδεύς
ἱερακίδιον
ἱερακίζω
ἱεράκιον
View word page
ἱερά
serpent

ShortDef

serpent

Debugging

Headword:
ἱερά
Headword (normalized):
ἱερά
Headword (normalized/stripped):
ιερα
IDX:
42245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42246
Key:

Data

{'content': 'serpent'}