Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπέκιον
View word page
ἁλωνοτριβέω
beat on a threshing-floor

ShortDef

beat on a threshing-floor

Debugging

Headword:
ἁλωνοτριβέω
Headword (normalized):
ἁλωνοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
αλωνοτριβεω
IDX:
4223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4224
Key:

Data

{'content': 'beat on a threshing-floor'}