Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
ἱδρώεις
ἱδρώιον
ἱδρώς
ἵδρωσις
ἱδρωτήριον
ἱδρωτικός
ἱδρωτοειδῶς
ἱδρωτοποιέω
ἱδρωτοποιός
ἰδυῖα
ιεʹ
Ἰέβωσθος
Ἰεζεκίηλος
Ἱεμψάλας
ἱερά
ἱεράγγελος
ἱεραγέω
ἱεραγωγός
View word page
ἱδρωτοποιέω
induce perspiration

ShortDef

induce perspiration

Debugging

Headword:
ἱδρωτοποιέω
Headword (normalized):
ἱδρωτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ιδρωτοποιεω
IDX:
42238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42239
Key:

Data

{'content': 'induce perspiration'}