Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
ἱδρώεις
ἱδρώιον
ἱδρώς
ἵδρωσις
ἱδρωτήριον
ἱδρωτικός
ἱδρωτοειδῶς
ἱδρωτοποιέω
ἱδρωτοποιός
ἰδυῖα
ιεʹ
Ἰέβωσθος
Ἰεζεκίηλος
Ἱεμψάλας
ἱερά
ἱεράγγελος
ἱεραγέω
View word page
ἱδρωτοειδῶς
after the manner of sweat

ShortDef

after the manner of sweat

Debugging

Headword:
ἱδρωτοειδῶς
Headword (normalized):
ἱδρωτοειδῶς
Headword (normalized/stripped):
ιδρωτοειδως
IDX:
42237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42238
Key:

Data

{'content': 'after the manner of sweat'}