Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
ἱδρώεις
ἱδρώιον
ἱδρώς
ἵδρωσις
ἱδρωτήριον
ἱδρωτικός
ἱδρωτοειδῶς
ἱδρωτοποιέω
ἱδρωτοποιός
ἰδυῖα
ιεʹ
View word page
ἱδρώεις
causing sweat
ShortDef
causing sweat
Debugging
Headword:
ἱδρώεις
Headword (normalized):
ἱδρώεις
Headword (normalized/stripped):
ιδρωεις
IDX:
42231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42232
Key:
Data
{'content': 'causing sweat'}