Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
ἱδρώεις
ἱδρώιον
ἱδρώς
ἵδρωσις
View word page
ἵδρυμα
a thing founded
ShortDef
a thing founded
Debugging
Headword:
ἵδρυμα
Headword (normalized):
ἵδρυμα
Headword (normalized/stripped):
ιδρυμα
IDX:
42224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42225
Key:
Data
{'content': 'a thing founded'}