Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
ἱδρώεις
ἱδρώιον
View word page
ἱδροσύνη
sweating, toil

ShortDef

sweating, toil

Debugging

Headword:
ἱδροσύνη
Headword (normalized):
ἱδροσύνη
Headword (normalized/stripped):
ιδροσυνη
IDX:
42222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42223
Key:

Data

{'content': 'sweating, toil'}