Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
ἱδρώδης
View word page
ἰδρείη
knowledge, skill
ShortDef
knowledge, skill
Debugging
Headword:
ἰδρείη
Headword (normalized):
ἰδρείη
Headword (normalized/stripped):
ιδρειη
IDX:
42220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42221
Key:
Data
{'content': 'knowledge, skill'}