Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἵδρωα
View word page
ἰδρεία
skill

ShortDef

skill

Debugging

Headword:
ἰδρεία
Headword (normalized):
ἰδρεία
Headword (normalized/stripped):
ιδρεια
IDX:
42219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42220
Key:

Data

{'content': 'skill'}