Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέον
ἱδρυτέος
View word page
Ἰδουμαία
Idumaea
ShortDef
Idumaea
Debugging
Headword:
Ἰδουμαία
Headword (normalized):
ἰδουμαία
Headword (normalized/stripped):
ιδουμαια
IDX:
42217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42218
Key:
Data
{'content': 'Idumaea'}