Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
ἱδροσύνη
ἱδρόω
View word page
Ἰδομενεύς
Idomeneus, (‘strength of Ida’)

ShortDef

Idomeneus, (‘strength of Ida’)

Debugging

Headword:
Ἰδομενεύς
Headword (normalized):
ἰδομενεύς
Headword (normalized/stripped):
ιδομενευς
IDX:
42213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42214
Key:

Data

{'content': 'Idomeneus, (‘strength of Ida’)'}