Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
ἰδρείη
ἴδρις
View word page
ἰδνόω
bend

ShortDef

bend

Debugging

Headword:
ἰδνόω
Headword (normalized):
ἰδνόω
Headword (normalized/stripped):
ιδνοω
IDX:
42211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42212
Key:

Data

{'content': 'bend'}