Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
ἰδρεία
View word page
ἴδμων
skilled, skilful

ShortDef

skilled, skilful

Debugging

Headword:
ἴδμων
Headword (normalized):
ἴδμων
Headword (normalized/stripped):
ιδμων
IDX:
42209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42210
Key:

Data

{'content': 'skilled, skilful'}