Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
Ἰδουμαία
Ἰδουμαῖος
View word page
ἰδμοσύνη
knowledge, skill
ShortDef
knowledge, skill
Debugging
Headword:
ἰδμοσύνη
Headword (normalized):
ἰδμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ιδμοσυνη
IDX:
42208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42209
Key:
Data
{'content': 'knowledge, skill'}