Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδός2
ἰδού
View word page
ἰδιωφελής
of private benefit

ShortDef

of private benefit

Debugging

Headword:
ἰδιωφελής
Headword (normalized):
ἰδιωφελής
Headword (normalized/stripped):
ιδιωφελης
IDX:
42206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42207
Key:

Data

{'content': 'of private benefit'}