Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
ἶδος
View word page
ἰδιῶτις
unskilled, uninstructed

ShortDef

unskilled, uninstructed

Debugging

Headword:
ἰδιῶτις
Headword (normalized):
ἰδιῶτις
Headword (normalized/stripped):
ιδιωτις
IDX:
42204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42205
Key:

Data

{'content': 'unskilled, uninstructed'}