Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιόχροιος
ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
ἰδνόω
Ἰδογενής
Ἰδομενεύς
View word page
ἰδιωτικός
of or for a private person, unskilled, unprofessional
ShortDef
of or for a private person, unskilled, unprofessional
Debugging
Headword:
ἰδιωτικός
Headword (normalized):
ἰδιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ιδιωτικος
IDX:
42203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42204
Key:
Data
{'content': 'of or for a private person, unskilled, unprofessional'}