Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιοφυής
ἰδιόχειρος
ἰδιόχρεος
ἰδιόχροιος
ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
ἰδιῶτις
ἰδιωτισμός
ἰδιωφελής
ἰδμάν
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
View word page
ἰδιωτεύω
to be a private person

ShortDef

to be a private person

Debugging

Headword:
ἰδιωτεύω
Headword (normalized):
ἰδιωτεύω
Headword (normalized/stripped):
ιδιωτευω
IDX:
42200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42201
Key:

Data

{'content': 'to be a private person'}