Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
Ἀλωπεκή
ἀλωπεκία
View word page
ἁλώνητος
bought with salt

ShortDef

bought with salt

Debugging

Headword:
ἁλώνητος
Headword (normalized):
ἁλώνητος
Headword (normalized/stripped):
αλωνητος
IDX:
4219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4220
Key:

Data

{'content': 'bought with salt'}