Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
ἰδιοφεγγής
ἰδιοφυής
ἰδιόχειρος
ἰδιόχρεος
ἰδιόχροιος
ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτίζω
ἰδιωτικός
View word page
ἰδιόχροιος
of peculiar colour

ShortDef

of peculiar colour

Debugging

Headword:
ἰδιόχροιος
Headword (normalized):
ἰδιόχροιος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοχροιος
IDX:
42193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42194
Key:

Data

{'content': 'of peculiar colour'}