Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
ἰδιοφεγγής
ἰδιοφυής
ἰδιόχειρος
ἰδιόχρεος
ἰδιόχροιος
ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
ἰδιώνυμος
ἰδίωσις
View word page
ἰδιότυπος
of a peculiar form

ShortDef

of a peculiar form

Debugging

Headword:
ἰδιότυπος
Headword (normalized):
ἰδιότυπος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτυπος
IDX:
42188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42189
Key:

Data

{'content': 'of a peculiar form'}