Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
ἰδιοφεγγής
ἰδιοφυής
ἰδιόχειρος
ἰδιόχρεος
ἰδιόχροιος
ἴδισις
ἰδίω
ἰδίωμα
View word page
ἰδιότροπος
peculiar, distinctive

ShortDef

peculiar, distinctive

Debugging

Headword:
ἰδιότροπος
Headword (normalized):
ἰδιότροπος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτροπος
IDX:
42186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42187
Key:

Data

{'content': 'peculiar, distinctive'}