Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
ἰδιοφεγγής
ἰδιοφυής
View word page
ἰδιοσύγκριτος
peculiarly composed

ShortDef

peculiarly composed

Debugging

Headword:
ἰδιοσύγκριτος
Headword (normalized):
ἰδιοσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοσυγκριτος
IDX:
42180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42181
Key:

Data

{'content': 'peculiarly composed'}