Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
ἀλωπέκειος
View word page
ἁλωνεύομαι
work on a threshing-floor
ShortDef
work on a threshing-floor
Debugging
Headword:
ἁλωνεύομαι
Headword (normalized):
ἁλωνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αλωνευομαι
IDX:
4217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4218
Key:
Data
{'content': 'work on a threshing-floor'}