Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
View word page
ἰδιοσπορία
sowing carried out by one's own labour
ShortDef
sowing carried out by one's own labour
Debugging
Headword:
ἰδιοσπορία
Headword (normalized):
ἰδιοσπορία
Headword (normalized/stripped):
ιδιοσπορια
IDX:
42176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42177
Key:
Data
{'content': "sowing carried out by one's own labour"}