Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
View word page
ἰδιοσπορέομαι
to be sown by one's own labour
ShortDef
to be sown by one's own labour
Debugging
Headword:
ἰδιοσπορέομαι
Headword (normalized):
ἰδιοσπορέομαι
Headword (normalized/stripped):
ιδιοσπορεομαι
IDX:
42175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42176
Key:
Data
{'content': "to be sown by one's own labour"}