Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
View word page
ἴδιος
one's own, pertaining to oneself
ShortDef
one's own, pertaining to oneself
Debugging
Headword:
ἴδιος
Headword (normalized):
ἴδιος
Headword (normalized/stripped):
ιδιος
IDX:
42173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42174
Key:
Data
{'content': "one's own, pertaining to oneself"}