Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδιοπάθεια
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότης
View word page
ἰδιοπροσωπέω
possess its proper aspect

ShortDef

possess its proper aspect

Debugging

Headword:
ἰδιοπροσωπέω
Headword (normalized):
ἰδιοπροσωπέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπροσωπεω
IDX:
42172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42173
Key:

Data

{'content': 'possess its proper aspect'}