Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλφώδης
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
ἁλωνοφύλαξ
ἁλωόφυτος
View word page
ἁλωίτης
a thresher, husbandman

ShortDef

a thresher, husbandman

Debugging

Headword:
ἁλωίτης
Headword (normalized):
ἁλωίτης
Headword (normalized/stripped):
αλωιτης
IDX:
4216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4217
Key:

Data

{'content': 'a thresher, husbandman'}