Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιομήκης
ἰδιόμορφος
ἰδιοξενία
ἰδιοξενοδόκος
ἰδιόξενος
ἰδιόομαι
ἰδιοπάθεια
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
View word page
ἰδιοποιέω
make separately
ShortDef
make separately
Debugging
Headword:
ἰδιοποιέω
Headword (normalized):
ἰδιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοποιεω
IDX:
42166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42167
Key:
Data
{'content': 'make separately'}