Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰδιόκτητος
ἰδιολογέω
ἰδιολογία
ἰδιομήκης
ἰδιόμορφος
ἰδιοξενία
ἰδιοξενοδόκος
ἰδιόξενος
ἰδιόομαι
ἰδιοπάθεια
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἴδιος
View word page
ἰδιοπαθέω
suffer from a local affection
ShortDef
suffer from a local affection
Debugging
Headword:
ἰδιοπαθέω
Headword (normalized):
ἰδιοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπαθεω
IDX:
42163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42164
Key:
Data
{'content': 'suffer from a local affection'}