Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
ἁλωνία
ἁλωνικός
ἁλωνοειδής
ἁλωνοτριβέω
ἁλωνοφυλακία
View word page
ἀλωή
a threshing-floor
ShortDef
a threshing-floor
Debugging
Headword:
ἀλωή
Headword (normalized):
ἀλωή
Headword (normalized/stripped):
αλωη
IDX:
4214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4215
Key:
Data
{'content': 'a threshing-floor'}