Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴδη2
ἴδηαι
Ἴδης
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιόγλωσσος
ἰδιογνωμονέω
ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
ἰδιογραφία
ἰδιόγραφος
ἰδιοθάνατος
ἰδιοθανέω
ἰδιοθηρευτικός
ἰδιοθρονέω
ἰδιοκρασία
View word page
ἰδιόγλωσσος
of distinct, peculiar tongue

ShortDef

of distinct, peculiar tongue

Debugging

Headword:
ἰδιόγλωσσος
Headword (normalized):
ἰδιόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ιδιογλωσσος
IDX:
42141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42142
Key:

Data

{'content': 'of distinct, peculiar tongue'}