Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἴδη
Ἴδη
ἴδη2
ἴδηαι
Ἴδης
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιόγλωσσος
ἰδιογνωμονέω
ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
ἰδιογραφία
ἰδιόγραφος
ἰδιοθάνατος
ἰδιοθανέω
ἰδιοθηρευτικός
View word page
ἰδιοβουλέω
to follow one's own counsel, take one's own way

ShortDef

to follow one's own counsel, take one's own way

Debugging

Headword:
ἰδιοβουλέω
Headword (normalized):
ἰδιοβουλέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοβουλεω
IDX:
42139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42140
Key:

Data

{'content': "to follow one's own counsel, take one's own way"}