Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδέ
ἰδέα
ἰδέρως
ἴδεσκον
ἴδη
Ἴδη
ἴδη2
ἴδηαι
Ἴδης
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιόγλωσσος
ἰδιογνωμονέω
ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
ἰδιογραφία
View word page
ἰδιάζω
to be alone

ShortDef

to be alone

Debugging

Headword:
ἰδιάζω
Headword (normalized):
ἰδιάζω
Headword (normalized/stripped):
ιδιαζω
IDX:
42135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42136
Key:

Data

{'content': 'to be alone'}